- θερμογράφος
- οαυτογραφικό όργανο με το οποίο καταγράφεται η πορεία της υπέρυθρης ακτινοβολίας της ανθρώπινης επιδερμίδας.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
θερμογράφος — Όργανο για τη συνεχή καταγραφή της θερμοκρασίας του αέρα, του νερού κλπ. Το ευαίσθητο στοιχείο του μπορεί να είναι διμεταλλικό έλασμα, θερμόμετρο υγρού ή θερμόμετρο ηλεκτρικής αντίστασης. Στη μετεωρολογία χρησιμοποιείται ευρύτατα θ. με ευαίσθητο… … Dictionary of Greek
θερμ(ο)- — α συνθετικό λέξεων τής Αρχαίας, Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής, το οποίο προσδίδει στο β συνθετικό τη σημ. «θερμός, ζεστός». Το θερμ(ο) χρησίμευσε και ως α συνθετικό πολλών επιστημονικών όρων τών νεώτερων ευρωπαϊκών γλωσσών (πρβλ. θερμογράφος,… … Dictionary of Greek
-γραφος — β συνθετικό μεγάλου αριθμού συνθέτων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, το οποίο προήλθε είτε από το ουσ. γραφή* είτε απευθείας από το ρ. γράφω*. Από τα σύνθετα αυτά, 250 περίπου είναι της αρχαίας γλώσσας, από τα οποία κανένα δεν απαντά … Dictionary of Greek
θερμομετρογράφος — ο ο θερμογράφος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. thermometrograph < thermometer (πρβλ. θερμόμετρο) + graph, (πρβλ. γραφος). Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στον Α. Σπαθάρη] … Dictionary of Greek